Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

από το Ταχταγράν του Καυκάσου στο Τουρκοχώρι Ημαθίας και σημερινή Πατρίδα

Οι κάτοικοι του χωριού που σήμερα φέρει το όνομα Πατρίδα Βέροιας είναι στην πλειοψηφία πρόσφυγες . Οι ίδιοι ή οι πρόγονοί τους ήρθαν το 1920 από το χωριό ΤΑΧΤΑ ΓΡΑΝ του ΚΑΥΚΑΣΟΥ. Στο χωριό αυτό ήρθαν 1878 μετά τον τέλος του Ρωσοτουρκικού πολέμου από περιοχές του Πόντου. Οι περισσότεροι μάλλον από την Κασταμονή της Παφλαγονίας του Πόντου ή και από το Τοκάτ , Εϊρέπ, Αργυρούπολη, Ορντού.

Στην Κασταμονή μέχρι το 1878
Σύμφωνα με το βιβλίο ΠΑΤΡΙΔΑ έκδοση του Μορφωτικού συλλόγου Πατρίδας το 1993 με την επιμέλεια της καθηγήτριας Καγκελίδου Παρθένα «οι δικοί μας παπούδες φεύγουν από την Κασταμονή, Ορντού, Τοκάτ, Αργυρούπολη και το Εϊρέπ του Πόντου για να κατοικήσουν στο χωριό Ταχτά – γραν»
Στην ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ, Έκδοση της εφημερίδας «Ένωση Ποντίων» Θεσ/νίκη 1985 αναφέρεται «Ταχτάγρα (και Ταχτάγιρα) χωριό στην επαρχία Αρταχάν. Οι κάτοικοί του μετανάστες από την Κασταμονή.»
Επίσης στο βιλίο του Ιωάννου Η. Κάλφογλου ‘Οι Ελληνες εν Καυκάσω’ αναφέρει ότι «το 1907 στο χωριό Ταχτά-κηράν υπήρχαν 477 κάτοικοι που ήρθαν από την Κασταμονή και είχαν ένα σχολείο και έναν δάσκαλο Ρώσσο»

Στο χωριό Ταχτάγραν του Κάρς από το 1878 έως το 1920
Το 1878 μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και την προσάρτηση του κυβερνείου του Καρς στη Ρώσικη επικράτεια, αρκετοί Έλληνες από διάφορες επαρχίες του Πόντου καταφεύγουν εκεί προς αναζήτηση καλύτερων όρων ζωής. Σχεδόν μετά από κάθε ρωσοτουρκικό πόλεμο, ακολουθούσαν μεταναστεύσεις πληθυσμών από τον Πόντο προς την νότια Ρωσία. Η ίδια η Ρωσία , ήδη από την εποχή της Μεγάλης Αικατερίνης, ενθάρρυνε τέτοιες μετακινήσεις, προκειμένου να διαθέτει στο μαλακό υπογάστριο, στον Καύκασο, συμπαγείς ομόθρησκους και ομόδοξους πληθυσμούς. Ιδρύουν πάνω από 80 χωριά αμιγώς Ελληνικά με περίπου 75.000 κατοίκους. Έτσι ήρθαν και οι δικοί μας και δημιούργησαν το χωριό Ταχταγράν.
Στα Τούρκικα σημαίνει σανιδοσπάστης γιατί οι παλιότεροι κάτοικοι ασχολούντο με πριόνισμα σανίδων. Αυτό αναφέρεται στο βιβλίο της Ορφανίδου Ζορμπά Ελένης "Το χωριό μου Ταχτάγραν (Καρς Καυκάσου)" με την αυτοβιογραφία του πατέρα της Ορφανίδη Παύλου.
Αλλες ονομασίες του χωριού είναι Ταχτάγραν ή Ταχτακράν ή Ταχτάγιρα. Το χωριό ανήκει στο Κυβερνείο του Κάρς, στην διοίκηση Αρταχάν και στην υποδιοίκηση Κιόλιας. Στην περιοχής Κιόλιας υπάρχουν 13 Ελληνικά χωριά και αρκετά Τούρκικα. Τα 13 Ελληνικά είναι:
Βαρκενέζ
Ζεμπερέκ
Κιασσιάρ
Κόγκ
Μερτινίκ
Μουζαράτ
Ντεμίρ Καπού (Σιδηρένια Πύλη)
Τόρτ Κιλισέ (Τέσσερεις Εκκλησίες)
Ούτσ Κιλισέ (Τρείς Εκκλησίες)
Σαλούτ
Σιαράφ
Ταχτάγρα
Τουρκεσσιέν

Από όλα αυτά τα χωριά της Κιόλιας το κεφαλοχώρι πρέπει να ήταν το χωριό Ταχτάγραν. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι πάντα δήμαρχος σ’ όλα αυτά τα 13 χωριά πάντα εκλέγονταν από το Ταχτάγραν. Ο δήμαρχος ή έπαρχος εκτελούσε και χρέη δικαστή και τον ονόμαζαν γκλαβά από το σλάβικο γκλάβα που σημαίνει κεφάλι.
Πρώτος γκλαβάς ήταν ο Δημήτριος Βουλγαρίδης η Βουλγάρωφ ο οποίος πρέπει να ήταν γκλαβάς και στην περιοχή του Πόντου από την οποία ήρθαν. Ο επόμενος γκλαβάς ήταν ο γιος του Δημήτρη Φώτιος Βουλγαρίδης ή αλλιώς Φώταγας. Ο Φώταγας διατελεί εκλεγμένος έπαρχος για τρεις τετραετίες. Την τελευταία τετραετία πριν τον ερχομό στην Ελλάδα δήμαρχος εκλέγεται ο Ευστάθιος Χωραφάς ο οποίος και οδηγεί τους συγχωριανούς στην Ελλάδα.

Το χωριό Ταχτακράν
· στα στατιστικά στοιχεία του 1880-1900 αναφέρεται ότι έχει 70 οικογένειες, 232 άνδρες ,216 γυναίκες, το σύνολο 448 ψυχές
· ενώ στα στατιστικά στοιχεία του 1907-1913 ότι έχει 75 οικογένειες, 312 άνδρες, 263 γυναίκες, το σύνολο 575 ψυχές
· ενώ η πρόβλεψη για το 1918 είναι κατ’ εκτίμησιν 750 άτομα. Αυτά αναφέρονται στο βιβλίο « Ποντιακοί οικισμοί στην πρώην Σοβιετική Ένωση του Παναγιώτη Γ. Τανιμανίδη σελ.158» επίσης και στο «Το χρονικό του Κάρς» σελ 266.
Τα παιδιά τους πήγαιναν δημοτικό στο Ταχτάγραν (ένας από τους δασκάλους του ο συγχωριανός τους Ορφανίδης Παύλος), μετά στο Ημιγυμνάσιο του Αρταχάν και στο Γυμνάσιο του Κάρς. Ο Σπύρος Κουπίδης αναφέρει ότι για κάποιο διάστημα δεν υπήρχε σχολείο και γι’ αυτό και επιτάξανε ένα δωμάτιο στο σπίτι του Σπύρου και δάσκαλος τότε ήταν ο Ορφανίδης Αναστάσιος με το παρατσούκλι Τάτσον
Το Ταχτάγραν και γενικά το Κάρς είναι μια πολύ ψυχρή περιοχή όπου ο χειμώνας διαρκεί 7 μήνες ενώ το θερμόμετρο κατεβαίνει μέχρι και τους -40 βαθμούς Κελσίου. Στο χωριό τα σπίτια είναι φτιαγμένα στην πλαγιά λόφου σκεπασμένα με χώμα και όχι με κεραμίδια λόγω του πολύ κρύου και των ανέμων. Επίσης στο ταβάνι υπήρχε μια καταπακτή από όπου έμπαιναν και έβγαιναν στο σπίτι την περίοδο των πολλών χιονιών. Εκεί πάνω όμως έπιναν τον καφέ τους την άνοιξη. Η περιοχή είναι με λίγα δένδρα λόγω υψόμετρου αλλά με πού χόρτο γι’ αυτό οι κάτοικοι ασχολούνται περισσότερο με την εκτροφή αγελάδων και προβάτων. Κάθε οικογένεια είχε 40- 60 αγελάδες και πουλούσαν το γάλα το βούτυρο και αγόραζαν σιτάρια και κριθάρια για τα ζώα. Για να ζεσταίνονται τον χειμώνα χρησιμοποιούν ξεραμένη αγελαδίσια κοπριά που την λένε… Από το χωριό περνάνε δύο ποταμάκια και όταν έκοβαν το νερό ψάρευαν αρκετά μεγάλα σε μέγεθος ψάρια.
Απέναντι από την εκκλησία του χωριού που ήταν αφιερωμένη στην Υπαπαντή του Κυρίου, και δίπλα στο ποτάμι είναι το σπίτι του γκλαβά Φώταγα. Μπροστά στο σπίτι υπάρχει μια μουριά. Σ’ αυτήν συχνά τις Κυριακές κρέμεται ένα δαμάλι. Παραμένει εκεί το σφαχτό και το βράδυ για να έρθουν να πάρουν οι φτωχοί συγχωριανοί χωρίς να γίνουν αντιληπτοί.
Ο Φώταγας έχει 6 αδερφές τις οποίες παντρεύονται με συγχωριανούς, και έτσι σχεδόν όλο το χωριό είναι συγγενείς ή συμπέθεροι. Και πιο συγκεκριμένα:
· Η Παλάσσα παντρεύεται με κάποιον Ιωαννίδη (α σή Φασάντων).
· Η Θεοδοσία παντρεύεται μάλλον τον Σάββα Ορφανίδη και από τότε οι Ορφανίδηδες λέγονται και Θεοδοσάντ ή Θεοδοσιάντ. Ο δεύτερος γιος της Νικόλαος ήταν ο πατέρας του δάσκαλου Παύλου Ορφανίδη. Αρχόντισσα Θεοδοσία την αναφέρει στο βιβλίο του ο δάσκαλος Παύλος, ο οποίος όταν έκανε τρέλες μικρός έλεγαν «Φύγετε έρτε ο ζαντόν τη Θεοδοσίας.»
· η Δέσποινα παντρεύεται κάποιον Ταχματζίδη μάλλον τον Κώστα.
· Η Αλεξάνδρα (Καγκελίνα) παντρεύεται τον Καγκελίδη Δημήτρη.
· Πισάβα .(Νύφε Πισσάντων ίσως παντρεμένη με κάποιο από τα παιδιά του Ιορδάνη ή του Θεόδωρου ή του Παναγιώτη).
· Η Μαρία παντρεύεται τον Γρηγόρη Γυμνόπουλο από το διπλανό χωριό Σαλούτ.
Ο Δημήτρης Βουλγαρίδης ο πατέρας του Φώταγα έχει αδερφό τον Χρυσόστομο. Όταν ήρθαν στην Ελλάδα άλλαξαν το όνομα που θύμιζε ίσως Βουλγαρία.Οι απόγονοι του Δημήτρη ονομάστηκαν Δημητριάδης ενώ οι απόγονοι του Χρυσόστομου ονομάστηκαν Χρυσοστομίδης. Ο Σταύρος Χρυσοστομίδης που έχει διατελέσει πρόεδρος της Πατρίδας ήταν ένας από τους απόγονους του Χρυσόστομου.
Το 1914 υπήρξε μια προσπάθεια των Ελλήνων να πείσουν τους Πόντιους να έρθουν και να εγκατασταθούν στην Μακεδονία. Μάλιστα ο Νίκος Καζαντζάκης γι’ αυτό τον σκοπό πήγε στον Πόντο. Πράγματι είχαν έρθει κάποιοι και από το Ταχτάγραν (μαζί τους και ο Φώταγας) και έμειναν κάποιο διάστημα στα Κουφάλια αλλά άρχισε να τους θερίζει η ελονοσία και γύρισαν πίσω στο Ταχτάγραν, σε υψόμετρο που είχαν συνηθίσει, άλλωστε δεν ήταν τόσο δύσκολα τα πράγματα με τους Τούρκους.
Τον Δεκέμβριο του 1914 οπισθοχωρούν τα Ρωσικά στρατεύματα. Τα Ελληνικά χωριά του Κάρς αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα χωριά τους που είναι υπό Τούρκικη κατοχή για να πάνε στο Κάρς που κατείχαν ακόμη οι Ρώσοι. Η μάνα χάνει το παιδί και το παιδί την μάνα. Μικρά παιδιά έπεσαν από τα άλογα ή τα έλκηθρα ή τα πέταξαν οι μάνες τους για να γλιτώσουν από την αιχμαλωσία και το κρύο. Πίσω από όλες τις οικογένειες έρχονται δύο καβαλάρηδες ο Σάββας Βουλγαρίδης-Δημητριάδης ο γιός του Φώταγα και ο Παύλος Ορφανίδης. Μάζεψαν πέντε μωρά ξεπαγιασμένα. Από αυτά τα τρία επέζησαν.
Μετά την Ρώσικη επανάσταση του 1917 τα Ρωσικά στρατεύματα εγκαταλείπουν την περιοχή η οποία μένει ακυβέρνητη. Με τον φόβο των Τούρκων που έρχονται και των άγριων Κούρδων οργανώνονται τα 13 χωριά της Κιόλιας και τα 4 της Ολτης. Δημιουργούν μια ιδιότυπη Ελληνική Δημοκρατία με 17 βουλευτές. Έκαναν στρατό με τους νέους από 18 έως 50 χρονών σε κάθε χωριό. Με αξιωματικούς τους αξιωματικούς του Ρωσικού στρατού Πετριδη, Ταχματζίδη και Αδαμίδη. Το Ταχτάγραν έχει 115 φαντάρους και επικεφαλής τον Σάββα Ταχματζίδη. Μια νύχτα του Μαρτίου τους περικύκλωσαν 40.000 Τούρκοι στρατιώτες. Ο Ταχματζίδης στέλνει την νύχτα τον Σάββα Βουλγαρίδη-Δημητριάδη να ειδοποιήσει τον Ορφανίδη Παύλο για το τι συμβαίνει.
Στο βιβλίο του Χρήστου Σαμουηλίδη ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΚΑΡΣ αναφέρεται ότι Ιούλιο του 1919 ο Βουλγαρίδης είναι μέλος της επιτροπής για την έρευνα του επισιτιστικού θέματος μαζί με τον Χονδροματίδη, Φωτιάδη, Καραχότζεφ (Μαυρογένη) και τον Κετσανίδη. Η Αρμένικη τότε Κυβέρνηση αγόρασε αλεύρι για τους πρόσφυγες. Το εθνικό Συμβούλιο των Ελλήνων ζήτησε και του χορηγήθηκε το αλεύρι για να το μοιράσει στους άπορους Έλληνες. Υπήρξαν προβλήματα, έγιναν καταχρήσεις και γι’ αυτό δημιουργήθηκε η επιτροπή.

Επιστροφή στην Ελάδα μέσω Μπατούμ το 1920
Τον Σεπτέμβριο του 1920 με την νέα εισβολή των Τούρκικων στρατευμάτων στο Κάρς οι Πόντιοι εγκαταλείπου πόλεις και χωριά. Από τους 75000 κατοίκους Ελληνικής καταγωγής του Κυβερνείου του Κάρς οι 65000 μετανάστευσαν στην Ελλάδα και οι 10000 στην Βόρεια Καυκασία και Γεωργία.
Οι 750 κάτοικοι του Ταχτάγραν αποφασίζουν να γυρίσουν στην Ελλάδα. Οι περιοχές παραχωρήθηκαν βάση συμφωνίας από τους Ρώσους στους Τούρκους. Φορτώνουν στα κάρα τους ότι χωράει και μαζί με τα ζώα τους ανηφορίζουν στα βουνά του Καυκάσου. Έλληνες οπλισμένοι συνοδεύουν τα κάρα σαν εμπροσθοφυλακή, πίσω και πλάγια, ουρά πολλών χιλιομέτρων. Από κάποιο Τούρκικο χωριό που πέρασαν τους μάζεψαν όλους και ήθελαν να τους σκοτώσουν και να τους πάρουν τα ζώα. Ευτυχώς όμως κάποιος Έλληνας βαθμοφόρος στον Τουρκικό στρατό υπασπιστής του Κεμάλ Ατατούρκ, Νικολής από τα Γιάννενα διέταξε να μην τους πειράξει κανείς. Μαζί τους δε έχουν πάρει και την μεγάλη καμπάνα του χωριού τους .Ένα κάρο είναι μόνο για την μεταφορά του. Το βάρος της ήταν 1 ‘πούρτ’ περίπου 13 οκάδες. Όταν κτυπούσε η καμπάνα στο Ταχτάγραν την άκουγαν και τα 13 χωριά της Κιόλιας, γι’ αυτό και την έλεγαν «η καμπάνα τη Καρσί».
Μετά από ένα μήνα φτάνουν στο Μπατούμ. Η πόλη έμοιαζε με απέραντο προσφυγότοπο. Χιλιάδες εξαθλιωμένοι πρόσφυγες στεγάζονταν κάτω από αυτοσχέδιες σκηνές καμωμένες με κουβέρτες και σεντόνια. Μαθεύτηκε επίσης ότι οι Έλληνες καπετάνιοι φόρτωναν στα καράβια τους και άφθονη ξυλεία, αχρηστεύοντας έτσι χώρο προορισμένο για τους πρόσφυγες. Τοποθετήθηκαν στο λιμάνι 40 οπλισμένοι άνδρες για να φρουρούν ώστε να μην προωθούνται προς τα καράβια πρόσφυγες που δεν είχαν σειρά, αναφέρεται στο βιβλίο του Χρήστου Σαμουηλίδη ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΚΑΡΣ σελ 248.
Οι πρόσφυγες από το Ταχτάγραν μαζί με άλλους από άλλα χωριά ανεβαίνουν στον πλοίο Αβέρωφ (και άλλοι με το Παρτιάν) στο κατάστρωμα οι άνθρωποι και στα αμπάρια τα ζώα αναφέρεται στην αφήγηση Κουπίδη Σπύρου στις 14-5-2006. Μαζί τους και μεγάλη καμπάνα του χωριού τους, επιβιβάζεται στο καράβι έπειτα από υπεράνθρωπες προσπάθειες, με την βοήθεια πολλών παλικαριών και λιμενεργατών, καθώς και την χρησιμοποίηση σχοινιών, τροχαλιών και γερανών. Η καμπάνα προκάλεσε μια κλίση στο πλεούμενο αλλά επανήλθε με την μετατόπιση ανάλογου βάρους αποσκευών στην αντίθετη μεριά Το μόνο δυσάρεστο ήταν ότι το γλωσσίδι της καμπάνας έπεσε στον βυθό και στάθηκε αδύνατο να βρεθεί, αναφέρει ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΚΑΡΣ σελ 255.
Μετά από 2 ή 3 βδομάδες στο πλοίο φτάνουν τον Δεκέμβριο του 1920 στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης που τότε ονομάζονταν Καραμπουρνού, και τους βάζουν καραντίνα ανθρώπους και ζωντανά. Τους ξύρισαν τα κεφάλια και τους έριξαν σκόνη για την ψείρα. Πολλούς νεκρούς προκάλεσε η παρατεταμένη παραμονή στην καραντίνα συνδυασμένη με την κακή διατροφή. Κάποιος αρχίατρος Καπανάρης όταν άκουσε τους Πόντιους να μιλάν είπε ότι του καταλάβαινε κάπως γιατί έμοιαζαν οι λέξεις με Αρχαία Ελληνικά ή παραφρασμένα Αρχαία Ελληνικά
Οι Ελληνικές αρχές ήθελαν να τους στείλουν στην Μεγάλη Στέρνα του Κιλκίς. Ο Ευστάθιος Χωραφάς ο αρχηγός τους κατάφερε να αλλάξει την γνώμη του προϊστάμενου του Γεωργικού Γραφείου που ήταν τότε κάτι σαν την Διεύθυνση Γεωργικής Υπηρεσίας και είχε έδρα στην Θεσσαλονίκη. Έτσι οι πρόσφυγες που ήταν να πάνε στο Τουρκοχώρι τους έστειλαν στην Μεγάλη Στέρνα Κιλκίς. και το ανάποδο.
Στο Τουρκοχώρι Βεροίας το 1921
Το Πάσχα του 1921 140 ή 150 οικογένειες από το Ταχτάγραν τους βρίσκει σε πρόχειρες σκηνές που τους προμήθευσε ο Εποικισμός και έστησαν στο χώρο που σήμερα κτίστηκε η καινούρια εκκλησία και εκεί μένουν τα 2 πρώτα χρόνια. Στο Τουρκοχώρι υπήρχαν μόνο έξι οικογένειες Τούρκων και Γύφτων που βοηθούσαν και υπηρετούσαν τον Μαρά μπέη στο Κονάκι (κάηκε στα αντάρτικα) και στα κτήματά του.
Η Αποκατάσταση Προσφύγων δίνει χρήματα και ξεκινούν να κτίζουν σπίτια και αποθήκες (αγιάτ). Σε όποιο σημείου του χωριού ήθελε ο καθένας έκτιζε. Αργότερα έγινε η Ρημοτομία σεβόμενη όμως αυτά που ήδη κατείχοντο και το 1962-63 έγινε η οριστική διανομή οικοπέδων και το 1967 η επικύρωση της διανομής.
Πολλά από τα κτήματα γύρω από το Τουρκοχώρι ήταν ιδιοκτησία του Ραπιντέ αγά που μένει στην Θεσσαλονίκη. Δημιουργείται μια επιτροπή μετά από συνεδρίαση (το ονομαστό σχότ) όπου καθοριζόταν ποίοι θα είναι οι εκπρόσωποί τους. Συνήθως ήταν μία τριμελής επιτροπή και συνήθως αποτελούντο από τους Φασάντ, Φωτάντ και Ταχμαζάντ που είχαν και τους πιο εγγράμματους. Η επιτροπή κατεβαίνει στην Θεσσαλονίκη και αγοράζει από το Αγά για λογαριασμό όλου του χωριού 140 στρέμματα στα Μπέϊκα δίπλα στο Λαζοχώρι και 120 στρέμματα στη Καψούρα δίπλα στον Άγιο Γεώργιο. Η αξία δε ενός στρέμματος ήταν όση και η αξία ενός προβάτου.
Όμως κακιά αρρώστια θερίζει όλους τους πρόσφυγες που δεν ήταν συνηθισμένοι στα έλη που είχε η περιοχή. Κάθε μέρα πέθαιναν καμιά δεκαριά άνθρωποι. Οι επιζώντες από τον φόβο της ελονοσίας έμπαιναν μέχρι το στήθος μέσα στην λάσπη που υπήρχε ακόμη σε κάποια μέρη στο χωριό.
Το κεντρικό μάλλον σημείο του χωριού η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής που υπήρχε ήδη και απέναντι οι Φωτάντ στήνουν σκηνή. Οργανώνεται ‘ο μαχαλάς τη Φωτάντων’ με τα σπίτια των Καγκελάντων, Φωτάντων, Πουρσανάντων, Ποπάντων, Θεοδοσάντων, Τσιαλεράντων, Τσιολάντων και Χωραφάντων. Πυρήνας του η πηγή ‘τη Φωτάντων’ που έγινε από τα χέρια του Φώταγα. Υπήρχε πηγή πίσω από το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου και ο Φώταγας το έφερε απέναντι από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής με κεραμικές σωλήνες.
Τα πρώτα χρόνια οι κάτοικοι τουΤουρκοχωρίου δούλευαν μεροκάματα στα χωράφια των κατοίκων του Λαζοχωρίου οι οποίοι είχαν έρθει από τον Πόντο το 1914 και είχαν ήδη φτιάξει κάποια οικονομική κατάσταση. Τα πρώτα χρόνια ήταν φτωχά. Αναγκάστηκαν οι γυναίκες να ζητιανέψουν στην Βέροια και στην Νάουσα για να χορτάσουν ψωμί τα παιδιά τους.
Το 1928 γίνεται προσωρινή διανομή γης, το 1932 η οριστική και το 1936 η συμπληρωματική διανομή στο βάλτο 1200 στεμμάτων, και το 1960 συμπληρωματική διανομή των κοινοχρήστων στους νέους ακτήμονες.
Καλικεργούν τη γη, βοηθιόντουσαν μεταξύ τους όλο το χωριό φτιάχνανε παρακάθια π.χ. καθαρίζοντας τα κοζάκια της μιας ή της άλλης οικογένειας. Όταν πέθαινε κάποιος χωριανός, κτυπούσε δυνατά η καμπάνα και όλοι παρατούσαν τις δουλειές τους στα χωράφια και έρχονταν στο σπίτι του θανόντα να συλλυπηθούν τους συγγενείς του. Επίσης αν έπιανε φωτιά το σπίτι κάποιου ή πέθαινε το βόδι του που εκείνα τα χρόνια ήταν το δεξί χέρι κάθε γεωργού, έτρεχαν όλοι να βοηθήσουν και να συμπαρασταθούν
Στην αρχή έκαναν μάθημα οι μαθητές στον γυναικωνίτη ή στον νάρθηκα της Αγίας Παρασκευής. Επίσης στο καφενείο τη Πούλονος. Αργότερα το μάθημα γινόταν στα σπίτια των δασκάλων. Στην αυλή μάλιστα του σπιτιού του δάσκαλου Ορφανίδη Παύλου (ο οποίος ήταν δάσκαλος και στο Ταχτάγραν) αφού πρώτα έσκαψαν λάκκο 80χ80χ80 φύτεψαν δέντρα και έγραψαν ο καθένας το όνομά του. Το ίδιο έγινε και αργότερα με κυπαρίσια στο σχολείο. Άλλος δάσκαλος ήταν ο Καγκελίδης Σάββας πρώην αξιωματικός του Τσαρικού στρατού και καλλιγράφος.
Υπήρχε και ένας Ρώσος στο χωριό ο Βασίλι Ιβάνοβιτς τον οποίον τον έφεραν μαζί τους όταν ήρθαν από την Ρωσία. Ήταν Τσαρικός εκδιωχθείς από τους Μπολσεβίκους. Έμενε στο κονάκι και δούλευε στα χωράφια των Φωτάντων, Πέϊου και Θεοδωρόπουλου. Οταν ήταν νεαρός έκανε επιδείξεις ιππασίας σαν Κοζάκος που ήταν. Ενώ κάλπαζε πάνω στο άλογο κατέβαινε και ξανανέβαινε ή καβαλο ανάποδα ή έβαζε κάποιο σημάδι στο έδαφος και το κτυπούσε με το σπαθί του. Επίσης είχε καλό σημάδι, πετούσε αυγό και το χτυπούσε με το όπλο στον αέρα. Ποτέ δεν μίλησε καλά Ελληνικά και πέθανε σε Ρώσικο γηροκομείο στην Θεσσαλονίκη.

Βιβλιογραφία
& ΠΑΤΡΙΔΑ έκδοση του Μορφωτικού συλλόγου Πατρίδας 1993
& Γιάννη Μελετίδη «Οι ρίζες μας»
& ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ. Έκδοση της εφημερίδας «Ένωση Ποντίων» Θες/νίκη 1985
& “ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΝΤΟΥ” Παράρτημα 16 ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ 1821-1922, ΑΘΗΝΑ 1988
& Περικλής Τριανταφυλλίδης «Η εν Πόντω Ελληνική φυλή»,εν Αθήναις 1866
& Γεώργιος Κ. Βαλαβάνης ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ, εκδόσεις Αφων Κυριακίδη Θεσσαλονίκη 1986
& Τασούλα Καμπουρίδου ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ, Καβάλα 1980
& Καλλιτεχνικός Οργανισμός Ποντίων Αθηνών ΕΚΘΕΣΗ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ - ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ, Αθήνα 1989
& Μαριάνα Κορομηλά ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΗ ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ, Αθήνα 1991
& Παναγιώτη Γ. Τανιμανίδη Ποντιακοί οικισμοί στην πρώην Σοβιετική Ένωση
& Παύλος Χαιρόπουλος Εισαγωγικά στοιχεία Ποντιακής Ιστορίας και λαογραφίας, εκδόσεις Κυριακίδη 1992
& Το χωριό μου Ταχταγράν Ελένη Παύλου Ορφανίδου εκδόσεις Κυριακίδη 2006
& Χρήστου Σαμουηλίδη ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΚΑΡΣ εκδόσεις Γκοβοστη 1987
& Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού ελληνισμού ,τόμοι 12

Συνεντεύξεις
Κουπίδης Σπύρος στις 14-5-2006
Ιωαννίδης Στέφανος στις 25-6-2006
Δημητριάδης Σπύρος και Σταυρούλα στις 10-12-2007

2 σχόλια: